Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Ημαθίας «Λαός» στις 3 Δεκεμβρίου 2006
Η δεκαετία του ’90 σφράγισε την εξέλιξη του πλανήτη τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η οικονομική και νομισματική ενοποίηση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου συντέλεσαν στην άρση πολλών κρατικών περιορισμών στην διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών ανά την υφήλιο. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η ραγδαία ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου επέβαλλε την διεθνοποίηση της παραγωγής και της διανομής καθώς τα εθνικά σύνορα έπαψαν να αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Σήμερα η κύρια μορφή επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι οι ξένες άμεσες επενδύσεις. Ως ξένη άμεση επένδυση ορίζεται η απόκτηση της ιδιοκτησίας και του ελέγχου μίας επιχείρησης εκτός των εθνικών συνόρων. Για την απόκτηση της ιδιοκτησίας αυτής απαιτείται μεταφορά κεφαλαίων και άμεση συμμετοχή στη διοίκηση της επιχείρησης. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης γνωστός ως Ο.Ο.Σ.Α έχει ορίσει ως ξένη άμεση επένδυση την κατοχή από ξένο επενδύτη, ποσοστού μεγαλύτερου από το 10% του μετοχικού κεφαλαίου μίας επιχείρησης.
Την τελευταία δεκαετία η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων σε πολλές χώρες αποτέλεσε σημαντική αιτία για την αύξηση του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος. Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ιρλανδία, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και η Λιθουανία, η Εσθονία και Τσεχία δέχτηκαν και δέχονται ξένες άμεσες επενδύσεις με αποτέλεσμα να πετύχουν υψηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία δεν παρατηρήθηκε ανάλογη εξέλιξη.
Η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Στον παρακάτω πίνακα αποδεικνύεται ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις αποτελούν διαχρονικά ένα ελάχιστο ποσοστό επί του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος, δηλαδή του συνολικού παραγόμενου προϊόντος μίας οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι ελάχιστοι ξένοι επιθυμούν να επενδύσουν στην χώρα και ότι η χρηματική αξία των επενδύσεων τους παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική στο να προσελκύσει ξένες άμεσες επενδύσεις και αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένες αιτίες που αναφέρονται αμέσως παρακάτω.
Ξένες Άμεσες Επενδύσεις στην Ελλάδα | |
Έτος | % του Α.Ε.Π |
1980 | 1,4 |
1985 | 1,1 |
1990 | 1,2 |
1995 | 0,9 |
2000 | 1,0 |
2005 | 2.6 |
Πηγή: World Investment Report, United Nations
Η Ελλάδα από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν ιδιαίτερα ελκυστική στις ξένες άμεσες επενδύσεις. Πολλές ξένες εταιρείες, προερχόμενες κυρίως από την Δυτική Ευρώπη, ξεκίνησαν από την δεκαετία του ’50 να δημιουργούν μεγάλες παραγωγικές μονάδες στην χώρα μας με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία την περίοδο 1955-1975 να γνωρίσει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης ετησίως της τάξεως του 6% έως 8%. Όμως αυτή η ελκυστικότητα των ξένων άμεσων επενδύσεων οφείλονταν κυρίως στο φθηνό εργατικό δυναμικό που διέθετε τότε ή χωρά μας. Ο Έλληνας εργάτης πρόσφερε την εργασία του εκείνη την χρονική περίοδο έναντι χαμηλού ημερομισθίου σε σχέση με τον Αμερικανό και Δυτικοευρωπαίο εργάτη. Έτσι οι ξένες επενδύσεις που κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα ήταν κυρίως εντάσεως εργασίας παρά εντάσεως κεφαλαίου εκμεταλλευόμενες την φθηνή προσφερόμενη εργασία.
Από τις αρχές όμως της δεκαετίας του ’70, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου και ο υψηλός πληθωρισμός της δεκαετίας του ’80 ενίσχυσε τις μισθολογικές απαιτήσεις των Ελλήνων εργατών. Το αποτέλεσμα ήταν η αλλαγή του επενδυτικού κλίματος στη χώρα μας. Η προσφερόμενη εργασία στην Ελλάδα έπαψε να είναι φθηνή γεγονός που οδήγησε τις εγκαταστημένες ξένες επιχειρήσεις να συνεχίσουν τη λειτουργία του εκτός των ελληνικών συνόρων επιδιώκοντας μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Η εισροή ξένων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία επιδεινώθηκε περισσότερο με την πολιτική και οικονομική αλλαγή που συντελέσθηκε στις χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες προσφέρουν πλέον φθηνότερη εργασία σε σχέση με την Ελλάδα προσελκύοντας πολλές ξένες επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων και πολλές ελληνικές προκαλώντας σε περιοχές κυρίως της Βόρειας Ελλάδας ασυνήθιστα ποσοστά ανεργίας.
Οι ραγδαίες αυτές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις δεν ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά των ελληνικών κυβερνήσεων. Η δυσκίνητη γραφειοκρατία, ως αποτέλεσμα του διογκωμένου του δημοσίου τομέα στην χώρα μας, η ισχύουσα εργατική και εμπορική νομοθεσία, η υψηλή φορολογία αλλά και οι υπέρογκες εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές καθιστούν την Ελλάδα ως ακατάλληλη χώρα για ξένες άμεσες επενδύσεις. Επίσης η έλλειψη εξειδίκευσης του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού στην παροχή υπηρεσιών και στις νέες τεχνολογίες, η αδυναμία επανειδίκευσης του, αλλά και η απουσία μετασχηματισμού των ξένων επενδύσεων από έντασης εργασίας σε έντασης κεφαλαίου δεν ευνοούν την επίτευξη μελλοντικών ξένων επενδύσεων. Έτσι οι παγκόσμιες ροές ξένων άμεσων επενδύσεων κατευθύνονται σήμερα σε χώρες με ελκυστικότερο επενδυτικό περιβάλλον οι οποίες έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην παροχή υπηρεσιών στο οποίο η χώρα μας υστερεί κατά πολύ.
Επίσης τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία έχουν οδηγήσει την ξένη επενδυτική δραστηριότητα σε τέλμα. Η χαμηλή παραγωγικότητα, οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, η μη εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος, η μη αξιοπιστία της εγχώριας κεφαλαιαγοράς και οι κρατικοί παρεμβατισμοί δεν έχουν διαμορφώσει στην Ελλάδα ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό και οικονομικό κλίμα ανάλογο με αυτό που επικρατεί σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι προφανές ότι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων προϋποθέτει μία σειρά από οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Η φιλελευθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να είναι το ζητούμενο για την ασκούμενη μελλοντικά οικονομική πολιτική. Η απελευθέρωση των αγορών όπου το κράτος ασκεί μονοπωλιακό έλεγχο μέσω φιλόδοξων προγραμμάτων ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων σε συνδυασμό με αλλαγές στην αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό σύστημα και στις εργασιακές σχέσεις θα βελτιώσει το επενδυτικό περιβάλλον, αυξάνοντας τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. Επίσης η αλλαγή της φυσιογνωμίας της δημόσιας διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να γίνει αντάξια μίας σύγχρονης ανεπτυγμένης ευρωπαϊκής χώρας. Με αυτό τον τρόπο η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα βελτιωθεί καθιστώντας την ως έναν δυνατό και επιθετικό παίκτη σε ένα ολοένα πιο ανταγωνιστικό και παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.
Φώτης Κόβας
Οικονομολόγος
Μεταπτυχιακός Φοιτητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης