Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Ημαθίας «Λαός» στις 28 Οκτωβρίου 2010
Έχουν συμπληρωθεί κιόλας 6 μήνες που η χώρα μας βρίσκεται υπό την τριπλή επιτήρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ήδη η γνωστή σε όλους μας «τρόικα» με μηνιαίες επισκέψεις ελέγχει εξονυχιστικά την εκτέλεση του προγράμματος σταθερότητας που έχει εξαγγείλει η ελληνική κυβέρνηση, προτείνοντας ή για την ακρίβεια επιβάλλοντας περικοπές στις δημόσιες δαπάνες αλλά και αυξήσεις στην φορολογία. Τα αποτελέσματα όμως των μέτρων κάθε άλλο παρά θετικό αντίκρισμα έχουν στην ήδη ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία, βυθίζοντάς την περισσότερο στην ύφεση.
Η «συνταγή» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι πανομοιότυπη σε όλες τις χώρες όπου έχει επέμβει ανά τον κόσμο. Η δημοσιονομική πολιτική που καλείται να ασκήσει η κυβέρνηση της επιτηρούμενης χώρας διακρίνεται σε τρείς βασικούς άξονες. Η μόνη διαφοροποίηση στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η αδυναμία υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Η χώρα μας λόγω του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος αδυνατεί να το πράξει διότι η άσκηση της νομισματικής πολιτικής έχει εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο πρώτος άξονας αφορά στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Η κυβέρνηση της χώρας που επιτηρείται υποχρεώνεται να μειώσει άμεσα και δραστικά το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Έτσι σημαντικοί πόροι που προγραμματίζονται να διοχετευτούν στην οικονομία περικόπτονται για να επιτευχθεί η μείωση των ελλειμμάτων.
Ο δεύτερος άξονας περιλαμβάνει την αύξηση της φορολογίας. Η πίεση προς αναζήτηση εσόδων για την κάλυψη του αυξημένου ελλείμματος του προϋπολογισμού κάνει επιτακτική την ανάγκη για επιβολή νέων φόρων. Έμμεσοι και άμεσοι φόροι αυξάνονται ασύμμετρα χωρίς να εξετάζονται οι συνέπειές τους στην κατανάλωση και την παραγωγή αγαθών.
Ο τρίτος άξονας της «συνταγής» του Δ.Ν.Τ περιλαμβάνει τις περικοπές των μισθών και το πάγωμα των μισθολογικών αυξήσεων. Οι πολίτες που πλήττονται είναι κυρίως οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα και οι συνταξιούχοι. Παράλληλα μια σειρά από άλλες κοινωνικές δαπάνες και επιδόματα ψαλιδίζονται στο βωμό της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η επιβαλλόμενη «συνταγή» από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δημοσιονομική πολιτική που ασκείται στην ελληνική οικονομία προκαλεί ήδη πολλές παρενέργειες. Ήδη από το καλοκαίρι του 2010 με την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο τομέα, το οικογενειακό εισόδημα συρρικνώθηκε προκαλώντας περιορισμό στην ιδιωτική κατανάλωση. Η μειωμένη ιδιωτική κατανάλωση μειώνει την προσφορά προϊόντων από τις επιχειρήσεις οδηγώντας τη βιομηχανική παραγωγή σε καθίζηση και τις πωλήσεις των λιανεμπόρων σε οριακό σημείο. Το αποτέλεσμα είναι άμεσο, θέσεις εργασίας χάνονται, καταστήματα και επιχειρήσεις κλείνουν.
Τα αρνητικά αποτελέσματα της ασκούμενης εισοδηματικής πολιτικής είναι ήδη ορατά. Η κατάσταση όμως επιδεινώνεται από την παράλληλη περικοπή των δημοσίων δαπανών. To 2010 ο ετήσιος προϋπολογισμός καθόριζε πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ύψους 10,3 δις, με την υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας στο μνημόνιο διαμορφώθηκε στα 9,2 δις ενώ για το 2011 προβλέπεται να κατέλθει στο ιστορικό χαμηλό των 8,7 δις. Η περικοπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία πλήττει ακόμη περισσότερο την ελληνική οικονομία καθώς δημόσιοι οικονομικοί πόροι αφαιρούνται από την αγορά. Η ζήτηση αγαθών από την πλευρά του κράτους μειώνεται με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να μειώνουν την παραγωγή αγαθών. Ως εκ τούτου σημειώνεται ολοένα και χαμηλότερος κύκλος εργασιών, οδηγώντας αυτές στην μείωση του προσωπικού τους. Συνεπώς η ανεργία αυξάνεται ενώ το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μειώνεται.
Η σειρά των σκληρών δημοσιονομικών μέτρων ολοκληρώνεται με την αύξηση της φορολογίας. Ήδη μέσα στο 2010 ο φόρος προστιθέμενης αξίας αυξήθηκε από το 19% στο 23% και από 9% στο 11%, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης σε ποτά, τσιγάρα και καύσιμα. Επίσης επιβλήθηκε αύξηση του συντελεστή φορολόγησης στο 40% των αδιανέμητων κερδών των επιχειρήσεων το οποίο τελικά μειώθηκε στο 20%. Η αύξηση της φορολογίας με άμεσο στόχο την άμεση εξεύρεση εσόδων εντείνει επιπλέον το άσχημο οικονομικό κλίμα πλήττοντας καταναλωτές και επιχειρηματίες ταυτόχρονα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα αποτελεί ένα οικονομικό μέγεθος που εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό του ΑΕΠ. Για τον λόγο αυτό ορίζουμε ένα κλάσμα με αριθμητή τη συνολική αξία του ελλείμματος και παρανομαστή τη συνολική αξία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Αν αυτό πολλαπλασιαστεί επί τοις εκατό προκύπτει ένα ποσοστό (έλλειμμα/ΑΕΠ Χ 100%) από το οποίο γίνεται αντιληπτή η μεταξύ τους σχέση. Επομένως ιδανικό για την ελληνική οικονομία είναι στο παραπάνω πηλίκο η μείωση του ελλείμματος να συνδυάζεται με παράλληλη αύξηση του ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση από τη στιγμή που ανακοίνωσε την είσοδο της ελληνικής οικονομίας στην επιτήρηση των Δ.Ν.Τ, ΕΚΤ, Ε.Ε έχει περικόψει μισθούς και δημόσιες δαπάνες πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών αλλά και την παραγωγική δύναμη των επιχειρήσεων. Η οικονομική πολιτική του μνημονίου που εφαρμόζεται ήδη από τον Μάιο θα επιτύχει πράγματι την μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 14%, το 2009, στο 7,8% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η παρούσα οικονομική πολιτική οδηγεί την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ, αναμένεται για το 2010 να κατέλθει στο -3%. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια του 2011 κάνοντας την δημοσιονομική προσαρμογή ολοένα και πιο δύσκολη.
Η ασκούμενη οικονομική πολιτική του μνημονίου εστιάζει αποκλειστικά το ενδιαφέρον της στην μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσω περικοπών στις δαπάνες και στους μισθούς και στην αύξηση των φόρων. Αυτή η πολιτική είναι ατελέσφορη διότι δε δίνει καμία αναπτυξιακή προοπτική στη χώρα. Αντιθέτως, μειώνει το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν καθιστώντας επιβεβλημένη την επιβολή νέων σκληρότερων μέτρων για να μειωθεί το έλλειμμα ως επί τοις εκατό ποσοστό του ΑΕΠ εντός του 2011. Το ζητούμενο πλέον στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι η επίτευξη θετικού ρυθμού ανάπτυξης και αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιτευχθεί με περικοπές και νέους φόρους.
Η νέα οικονομική πολιτική πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο θετικό οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ανθεί η επιχειρηματική και επενδυτική δραστηριότητα. Βασική προϋπόθεση είναι η ροή χρήματος στην οικονομία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση των δημοσίων δαπανών, την παροχή φορολογικών κινήτρων για την τόνωση της απασχόλησης, την χορήγηση χαμηλότοκων δανείων στις επιχειρήσεις, ειδικά μετά την χορήγηση του πακέτου στήριξης των τραπεζών, και τέλος με την ελάφρυνση των εργοδοτικών εισφορών. Βασική προϋπόθεση όλων αποτελεί η μεταρρύθμιση του ίδιου του κράτους, το οποίο από σπάταλο, αντιπαραγωγικό, γραφειοκρατικό και διεφθαρμένο οφείλει επιτέλους να καταστεί παραγωγικό και να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και φορολογική δικαιοσύνη.
Η ελληνική οικονομία οδεύει προς μία βαθειά ύφεση και οι πολιτικές του μνημονίου αρχίζουν να έχουν αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα. Η νέα κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής πρέπει να στοχεύσει πρώτα στην αύξηση του εθνικού πλούτου (ΑΕΠ) και όχι στην επιβολή νέων μέτρων που θα συρρικνώνουν την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων και κατ’ επέκταση την κατανάλωση και τη ζήτηση προϊόντων. Έτσι μόνο οι επιχειρήσεις θα αυξήσουν την παραγωγή τους προσφέροντας περισσότερα αγαθά και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Η αύξηση της απασχόλησης σε συνδυασμό με την συγκράτηση του οικογενειακού εισοδήματος αποτελεί πλέον το μοναδικό μέσο για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής ειδικά στην σημερινή εποχή που οι κοινωνικές εντάσεις και η πολιτική αστάθεια διαφαίνονται στο ορίζοντα ως αναπόφευκτο γεγονός με απρόβλεπτες συνέπειες.
Φώτης Κόβας
Οικονομολόγος M.Sc
Υπάλληλος Ε.Α.Σ Βέροιας